- απομαγνητίζω
- μειώνω ή εκμηδενίζω τον μαγνητισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απομαγνητίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ξεμαγνητίζω ένα μαγνητισμένο αντικείμενο· ουσ. απομαγνήτιση, η το ξεμαγνήτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)